Σειρηδών

Σειρηδών
Σειρηδών, όνος, , late form of sq., Sch.Il.24.253, Aus.Idyll.11.20 (p.201P.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σειρηδών — όνος, ἡ, Α δ. γρφ. τού σειρήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σειρήν, κατά τα ονόματα τών εντόμων σε ηδών (πρβλ. πεμφρ ηδών)] …   Dictionary of Greek

  • αξολότλ — Προνυμφική μορφή αμφίβιου ουροδελούς (αμβλύστομο η τίγρις), είδους σαλαμάνδρας που ζει στις λίμνες των ΗΠΑ, του Καναδά και του Μεξικού. Για πολύ καιρό οι επιστήμονες πίστευαν πως το α., που μέχρι τότε γινόταν εύκολα η εκτροφή και η αναπαραγωγή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”